- λεπτομέριμνος
- λεπτομέριμνος -ον (Α)1. συνεσταλμένος, διακριτικός2. αυτός που μεριμνά για πράγματα μηδαμινά, ανάξια λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* (< επίρρ. λεπτά) + -μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. α-μέριμνος, πολυ-μέριμνος].
Dictionary of Greek. 2013.